ψαχουλεύω


ψαχουλεύω

(folje)
kërkoj intensivisht
kërkoj me prekje

Εγώ  ψαχουλεύω
Εσύ  ψαχουλεύεις
Αυτός/αυτή  ψαχουλεύει
Εμείς  ψαχουλεύουμε
Εσείς  ψαχουλεύετε
Αυτοί/αυτές  ψαχουλεύουν
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *