ψηλομύτης Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ψηλομύτης https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ψηλομύτης.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.) hundëpërpjetë ενικός πληθυντικός ονομαστική ψηλομύτης ψηλομύτηδες γενική ψηλομύτη ψηλομύτηδων αιτιατική ψηλομύτη ψηλομύτηδες κλητική ψηλομύτη ψηλομύτηδες [cite]