ώρα


ώρα

orë
(θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

periudhë kohore π.χ (ώρα για ύπνο – ora e gjumit)

orë dore π.χ ( Δεν έχω ώρα πάνω μου – nuk kam orë me vete)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική η ώρα οι ώρες
Γενική της ώρας των ωρών
Αιτιατική την ώρα τις ώρες
Κλητική ώρα ώρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *