άγαλμα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply άγαλμα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/άγαλμα.mp3 statujë (ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) ενικός πληθυντικός Ονομαστική το άγαλμα τα αγάλματα Γενική του αγάλματος των αγαλμάτων Αιτιατική το άγαλμα τα αγάλματα Κλητική άγαλμα αγάλματα [cite]