άνθρακας


άνθρακας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

qymyrguri

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο άνθρακας οι άνθρακες
γενική του άνθρακα των ανθράκων
αιτιατική τον άνθρακα τους άνθρακες
κλητική άνθρακα άνθρακες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *