άρπα


άρπα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

harpë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η άρπα οι άρπες
γενική της άρπας των αρπών
αιτιατική την άρπα τις άρπες
κλητική άρπα άρπες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *