αίρεση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αίρεση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αίρεση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) sekt herezi ενικός πληθυντικός ονομαστική η αίρεση οι αιρέσεις γενική της αίρεσης / αιρέσεως των αιρέσεων αιτιατική την αίρεση τις αιρέσεις κλητική αίρεση αιρέσεις [cite]