αιμορροΐδες


αιμορροΐδες

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

hemorroide

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αιμορροΐδα οι αιμορροΐδες
γενική της αιμορροΐδας των αιμορροΐδων
αιτιατική την αιμορροΐδα τις αιμορροΐδες
κλητική αιμορροΐδα αιμορροΐδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *