ακμή


ακμή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

majë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ακμή οι ακμές
γενική της ακμής των ακμών
αιτιατική την ακμή τις ακμές
κλητική ακμή ακμές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *