(επίθετο – mbiemër)
dëgjimor
akustik
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ακουστικός | ακουστική | ακουστικό |
γενική | ακουστικού | ακουστικής | ακουστικού |
αιτιατική | ακουστικό | ακουστική | ακουστικό |
κλητική | ακουστικέ | ακουστική | ακουστικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | ακουστικοί | ακουστικές | ακουστικά |
γενική | ακουστικών | ακουστικών | ακουστικών |
αιτιατική | ακουστικούς | ακουστικές | ακουστικά |
κλητική | ακουστικοί | ακουστικές | ακουστικά |
[cite]