ακρίδα


ακρίδα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

karkalec

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ακρίδα οι ακρίδες
γενική της ακρίδας των ακρίδων
αιτιατική την ακρίδα τις ακρίδες
κλητική ακρίδα ακρίδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *