αλάτι Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αλάτι https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αλάτι.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) kripë ενικός πληθυντικός ονομαστική το αλάτι τα αλάτια γενική του αλατιού των αλατιών αιτιατική το αλάτι τα αλάτια κλητική αλάτι αλάτια [cite]