αλλαγή


αλλαγή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

ndryshim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αλλαγή οι αλλαγές
γενική της αλλαγής των αλλαγών
αιτιατική την αλλαγή τις αλλαγές
κλητική αλλαγή αλλαγές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *