αλλεργία


αλλεργία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

alergji

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αλλεργία οι αλλεργίες
γενική της αλλεργίας των αλλεργιών
αιτιατική την αλλεργία τις αλλεργίες
κλητική αλλεργία αλλεργίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *