(επίθετο – mbiemër)
pa mëngë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αμάνικος | αμάνικη | αμάνικο |
γενική | αμάνικου | αμάνικης | αμάνικου |
αιτιατική | αμάνικο | αμάνικη | αμάνικο |
κλητική | αμάνικε | αμάνικη | αμάνικο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αμάνικοι | αμάνικες | αμάνικα |
γενική | αμάνικων | αμάνικων | αμάνικων |
αιτιατική | αμάνικους | αμάνικες | αμάνικα |
κλητική | αμάνικοι | αμάνικες | αμάνικα |
[cite]