αμαρτία


αμαρτία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

mëkat

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αμαρτία οι αμαρτίες
γενική της αμαρτίας των αμαρτιών
αιτιατική την αμαρτία τις αμαρτίες
κλητική αμαρτία αμαρτίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *