αμαρτία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αμαρτία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αμαρτία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) mëkat ενικός πληθυντικός ονομαστική η αμαρτία οι αμαρτίες γενική της αμαρτίας των αμαρτιών αιτιατική την αμαρτία τις αμαρτίες κλητική αμαρτία αμαρτίες [cite]