Αμερική Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply Αμερική https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/Αμερική.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) Amerikë ενικός πληθυντικός ονομαστική η Αμερική – γενική της Αμερικής – αιτιατική την Αμερική – κλητική Αμερική – [cite]