αμοιβή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αμοιβή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αμοιβή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) shpërblim ενικός πληθυντικός ονομαστική η αμοιβή οι αμοιβές γενική της αμοιβής των αμοιβών αιτιατική την αμοιβή τις αμοιβές κλητική αμοιβή αμοιβές [cite]