( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
grykët
angjinë
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αμυγδαλίτιδα | οι αμυγδαλίτιδες |
γενική | της αμυγδαλίτιδας | των αμυγδαλίτιδων |
αιτιατική | την αμυγδαλίτιδα | τις αμυγδαλίτιδες |
κλητική | αμυγδαλίτιδα | αμυγδαλίτιδες |
[cite]