(επίθετο – mbiemër)
imoral
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ανήθικος | ανήθικη | ανήθικο |
γενική | ανήθικου | ανήθικης | ανήθικου |
αιτιατική | ανήθικο | ανήθικη | ανήθικο |
κλητική | ανήθικε | ανήθικη | ανήθικο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | ανήθικοι | ανήθικες | ανήθικα |
γενική | ανήθικων | ανήθικων | ανήθικων |
αιτιατική | ανήθικους | ανήθικες | ανήθικα |
κλητική | ανήθικοι | ανήθικες | ανήθικα |
[cite]