αναβάτης


αναβάτης

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

kalorës

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αναβάτης οι αναβάτες
γενική του αναβάτη των αναβατών
αιτιατική τον αναβάτη τους αναβάτες
κλητική αναβάτη αναβάτες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *