αναβάτης Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αναβάτης https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αναβάτης.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) kalorës ενικός πληθυντικός ονομαστική ο αναβάτης οι αναβάτες γενική του αναβάτη των αναβατών αιτιατική τον αναβάτη τους αναβάτες κλητική αναβάτη αναβάτες [cite]