ανακατωσούρα


ανακατωσούρα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

rrëmujë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανακατωσούρα οι ανακατωσούρες
γενική της ανακατωσούρας
αιτιατική την ανακατωσούρα τις ανακατωσούρες
κλητική ανακατωσούρα ανακατωσούρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *