ανανάς Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανανάς https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανανάς.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) ananas ενικός πληθυντικός ονομαστική ο ανανάς οι ανανάδες γενική του ανανά των ανανάδων αιτιατική τον ανανά τους ανανάδες κλητική ανανά ανανάδες [cite]