ανανάς


ανανάς

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

ananas

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ανανάς οι ανανάδες
γενική του ανανά των ανανάδων
αιτιατική τον ανανά τους ανανάδες
κλητική ανανά ανανάδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *