αναπνευστήρας


αναπνευστήρας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

aparat për frymëmarrje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αναπνευστήρας οι αναπνευστήρες
γενική του αναπνευστήρα των αναπνευστήρων
αιτιατική τον αναπνευστήρα τους αναπνευστήρες
κλητική αναπνευστήρα αναπνευστήρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *