αναστολή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αναστολή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αναστολή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) pezullim ndërprerje ενικός πληθυντικός ονομαστική η αναστολή οι αναστολές γενική της αναστολής των αναστολών αιτιατική την αναστολή τις αναστολές κλητική αναστολή αναστολές [cite]