αναχώρηση


αναχώρηση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

nisje
largim
ikje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αναχώρηση οι αναχωρήσεις
γενική της αναχώρησης / αναχωρήσεως των αναχωρήσεων
αιτιατική την αναχώρηση τις αναχωρήσεις
κλητική αναχώρηση αναχωρήσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *