(επίθετο – mbiemër)
burrëror
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ανδρικός | ανδρική | ανδρικό |
γενική | ανδρικού | ανδρικής | ανδρικού |
αιτιατική | ανδρικό | ανδρική | ανδρικό |
κλητική | ανδρικέ | ανδρική | ανδρικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | ανδρικοί | ανδρικές | ανδρικά |
γενική | ανδρικών | ανδρικών | ανδρικών |
αιτιατική | ανδρικούς | ανδρικές | ανδρικά |
κλητική | ανδρικοί | ανδρικές | ανδρικά |
[cite]