ανεξέλεγκτος


ανεξέλεγκτος

(επίθετο – mbiemër)

i pakontrolluar
i shfrenuar

ενικός
ονομαστική ανεξέλεγκτος ανεξέλεγκτη ανεξέλεγκτο
γενική ανεξέλεγκτου ανεξέλεγκτης ανεξέλεγκτου
αιτιατική ανεξέλεγκτο ανεξέλεγκτη ανεξέλεγκτο
κλητική ανεξέλεγκτε ανεξέλεγκτη ανεξέλεγκτο
πληθυντικός
ονομαστική ανεξέλεγκτοι ανεξέλεγκτες ανεξέλεγκτα
γενική ανεξέλεγκτων ανεξέλεγκτων ανεξέλεγκτων
αιτιατική ανεξέλεγκτους ανεξέλεγκτες ανεξέλεγκτα
κλητική ανεξέλεγκτοι ανεξέλεγκτες ανεξέλεγκτα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *