( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
antropologji
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η ανθρωπολογία | οι ανθρωπολογίες |
γενική | της ανθρωπολογίας | των ανθρωπολογιών |
αιτιατική | την ανθρωπολογία | τις ανθρωπολογίες |
κλητική | ανθρωπολογία | ανθρωπολογίες |
[cite]