ανθυγιεινός


ανθυγιεινός

(επίθετο – mbiemër)

antihigjenik

ενικός
ονομαστική ανθυγιεινός ανθυγιεινή ανθυγιεινό
γενική ανθυγιεινού ανθυγιεινής ανθυγιεινού
αιτιατική ανθυγιεινό ανθυγιεινή ανθυγιεινό
κλητική ανθυγιεινέ ανθυγιεινή ανθυγιεινό
πληθυντικός
ονομαστική ανθυγιεινοί ανθυγιεινές ανθυγιεινά
γενική ανθυγιεινών ανθυγιεινών ανθυγιεινών
αιτιατική ανθυγιεινούς ανθυγιεινές ανθυγιεινά
κλητική ανθυγιεινοί ανθυγιεινές ανθυγιεινά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *