αντίληψη Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αντίληψη https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αντίληψη.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) perceptim ενικός πληθυντικός ονομαστική η αντίληψη οι αντιλήψεις γενική της αντίληψης / αντιλήψεως των αντιλήψεων αιτιατική την αντίληψη τις αντιλήψεις κλητική αντίληψη αντιλήψεις [cite]