(επίθετο – mbiemër)
antibiotik
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αντιβιοτικός | αντιβιοτική | αντιβιοτικό |
γενική | αντιβιοτικού | αντιβιοτικής | αντιβιοτικού |
αιτιατική | αντιβιοτικό | αντιβιοτική | αντιβιοτικό |
κλητική | αντιβιοτικέ | αντιβιοτική | αντιβιοτικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αντιβιοτικοί | αντιβιοτικές | αντιβιοτικά |
γενική | αντιβιοτικών | αντιβιοτικών | αντιβιοτικών |
αιτιατική | αντιβιοτικούς | αντιβιοτικές | αντιβιοτικά |
κλητική | αντιβιοτικοί | αντιβιοτικές | αντιβιοτικά |
[cite]