αντιπαθητικός


αντιπαθητικός

(επίθετο – mbiemër)

antipatik
i pakëndshëm

ενικός
ονομαστική αντιπαθητικός αντιπαθητική αντιπαθητικό
γενική αντιπαθητικού αντιπαθητικής αντιπαθητικού
αιτιατική αντιπαθητικό αντιπαθητική αντιπαθητικό
κλητική αντιπαθητικέ αντιπαθητική αντιπαθητικό
πληθυντικός
ονομαστική αντιπαθητικοί αντιπαθητικές αντιπαθητικά
γενική αντιπαθητικών αντιπαθητικών αντιπαθητικών
αιτιατική αντιπαθητικούς αντιπαθητικές αντιπαθητικά
κλητική αντιπαθητικοί αντιπαθητικές αντιπαθητικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *