αντιπρόσωπος


αντιπρόσωπος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

përfaqësues

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αντιπρόσωπος οι αντιπρόσωποι
γενική του αντιπροσώπου των αντιπροσώπων
αιτιατική τον αντιπρόσωπο τους αντιπροσώπους
κλητική αντιπρόσωπε αντιπρόσωποι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *