απήχηση


απήχηση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

jehonë
rezonancë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η απήχηση οι απηχήσεις
γενική της απήχησης απηχήσεως των απηχήσεων
αιτιατική την απήχηση τις απηχήσεις
κλητική απήχηση απηχήσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *