απαισιόδοξος


απαισιόδοξος

(επίθετο – mbiemër)

pesimist

ενικός
ονομαστική απαισιόδοξος απαισιόδοξη απαισιόδοξο
γενική απαισιόδοξου απαισιόδοξης απαισιόδοξου
αιτιατική απαισιόδοξο απαισιόδοξη απαισιόδοξο
κλητική απαισιόδοξε απαισιόδοξη απαισιόδοξο
πληθυντικός
ονομαστική απαισιόδοξοι απαισιόδοξες απαισιόδοξα
γενική απαισιόδοξων απαισιόδοξων απαισιόδοξων
αιτιατική απαισιόδοξους απαισιόδοξες απαισιόδοξα
κλητική απαισιόδοξοι απαισιόδοξες απαισιόδοξα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *