απελπισμένος


απελπισμένος

(επίθετο – mbiemër)

i dëshpëruar

ενικός
ονομαστική απελπισμένος απελπισμένη απελπισμένο
γενική απελπισμένου απελπισμένης απελπισμένου
αιτιατική απελπισμένο απελπισμένη απελπισμένο
κλητική απελπισμένε απελπισμένη απελπισμένο
πληθυντικός
ονομαστική απελπισμένοι απελπισμένες απελπισμένα
γενική απελπισμένων απελπισμένων απελπισμένων
αιτιατική απελπισμένους απελπισμένες απελπισμένα
κλητική απελπισμένοι απελπισμένες απελπισμένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *