απεργός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply απεργός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/απεργός.mp3 (ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό- emër. gjin. mashk. ose fem.) grevist ενικός πληθυντικός ονομαστική ο/η απεργός οι απεργοί γενική του/της απεργού των απεργών αιτιατική τον/την απεργό τους/τις απεργούς κλητική απεργέ απεργοί [cite]