(επίθετο – mbiemër)
i thjeshtë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | απλός | απλή | απλό |
γενική | απλού | απλής | απλού |
αιτιατική | απλό | απλή | απλό |
κλητική | απλέ | απλή | απλό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | απλοί | απλές | απλά |
γενική | απλών | απλών | απλών |
αιτιατική | απλούς | απλές | απλά |
κλητική | απλοί | απλές | απλά |
[cite]