αποστολή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αποστολή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αποστολή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) dërgesë mision qëllim ενικός πληθυντικός ονομαστική η αποστολή οι αποστολές γενική της αποστολής των αποστολών αιτιατική την αποστολή τις αποστολές κλητική αποστολή αποστολές [cite]