απόγευμα


απόγευμα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

pasdite

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το απόγευμα τα απογεύματα
γενική του απογεύματος των απογευμάτων
αιτιατική το απόγευμα τα απογεύματα
κλητική απόγευμα απογεύματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *