απόκοσμος


απόκοσμος

(επίθετο – mbiemër)

jo i kësaj bote

ενικός
ονομαστική απόκοσμος απόκοσμη απόκοσμο
γενική απόκοσμου απόκοσμης απόκοσμου
αιτιατική απόκοσμο απόκοσμη απόκοσμο
κλητική απόκοσμε απόκοσμη απόκοσμο
πληθυντικός
ονομαστική απόκοσμοι απόκοσμες απόκοσμα
γενική απόκοσμων απόκοσμων απόκοσμων
αιτιατική απόκοσμους απόκοσμες απόκοσμα
κλητική απόκοσμοι απόκοσμες απόκοσμα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *