απόφαση


απόφαση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vendim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η απόφαση οι αποφάσεις
γενική της απόφασης / αποφάσεως των αποφάσεων
αιτιατική την απόφαση τις αποφάσεις
κλητική απόφαση αποφάσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *