απόφαση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply απόφαση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/απόφαση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) vendim ενικός πληθυντικός ονομαστική η απόφαση οι αποφάσεις γενική της απόφασης / αποφάσεως των αποφάσεων αιτιατική την απόφαση τις αποφάσεις κλητική απόφαση αποφάσεις [cite]