( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
kryevepër
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το αριστούργημα | τα αριστουργήματα |
γενική | του αριστουργήματος | των αριστουργημάτων |
αιτιατική | το αριστούργημα | τα αριστουργήματα |
κλητική | αριστούργημα | αριστουργήματα |
[cite]