(επίθετο – mbiemër)
armen
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αρμενιακός / αρμενικός / αρμένικος | αρμενιακή / αρμενική / αρμένικη | αρμενιακό / αρμενικό / αρμένικο |
γενική | αρμενιακού / αρμενικού / αρμένικου | αρμενιακής / αρμενικής / αρμένικης | αρμενιακού / αρμενικού / αρμένικου |
αιτιατική | αρμενιακό / αρμενικό / αρμένικο | αρμενιακή / αρμενική / αρμένικη | αρμενιακό / αρμενικό / αρμένικο |
κλητική | αρμενιακέ / αρμενικέ / αρμένικε | αρμενιακή / αρμενική / αρμένικη | αρμενιακό / αρμενικό / αρμένικο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αρμενιακοί / αρμενικοί / αρμένικοι | αρμενιακές / αρμενικές / αρμένικες | αρμενιακά / αρμενικά / αρμένικα |
γενική | αρμενιακών / αρμενικών / αρμένικων | αρμενιακών / αρμενικών / αρμένικων | αρμενιακών / αρμενικών / αρμένικων |
αιτιατική | αρμενιακούς / αρμενικούς / αρμένικους | αρμενιακές / αρμενικές / αρμένικες | αρμενιακά / αρμενικά / αρμένικα |
κλητική | αρμενιακοί / αρμενικοί / αρμένικοι | αρμενιακές / αρμενικές / αρμένικες | αρμενιακά / αρμενικά / αρμένικα |
[cite]