αρχή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αρχή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αρχή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) fillim ενικός πληθυντικός ονομαστική η αρχή οι αρχές γενική της αρχής των αρχών αιτιατική την αρχή τις αρχές κλητική αρχή αρχές [cite]