αρχή


αρχή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

fillim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αρχή οι αρχές
γενική της αρχής των αρχών
αιτιατική την αρχή τις αρχές
κλητική αρχή αρχές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *