(ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό- emër. gjin. mashk. ose fem.)
arkeolog
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο/η αρχαιολόγος | οι αρχαιολόγοι |
γενική | του/της αρχαιολόγου | των αρχαιολόγων |
αιτιατική | τον/την αρχαιολόγο | τους/τις αρχαιολόγους |
κλητική | αρχαιολόγε | αρχαιολόγοι |
[cite]