(επίθετο – mbiemër)
i paqartë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ασαφής | ασαφής | ασαφές |
γενική | ασαφούς | ασαφούς | ασαφούς |
αιτιατική | ασαφή | ασαφή | ασαφές |
κλητική | ασαφή(ς) | ασαφής | ασαφές |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | ασαφείς | ασαφείς | ασαφή |
γενική | ασαφών | ασαφών | ασαφών |
αιτιατική | ασαφείς | ασαφείς | ασαφή |
κλητική | ασαφείς | ασαφείς | ασαφή |
[cite]