ασπίδα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ασπίδα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ασπίδα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) mburojë ενικός πληθυντικός ονομαστική η ασπίδα οι ασπίδες γενική της ασπίδας των ασπίδων αιτιατική την ασπίδα τις ασπίδες κλητική ασπίδα ασπίδες [cite]