αστραπή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αστραπή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αστραπή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) vetëtimë ενικός πληθυντικός ονομαστική η αστραπή οι αστραπές γενική της αστραπής των αστραπών αιτιατική την αστραπή τις αστραπές κλητική αστραπή αστραπές [cite]