αστραπή


αστραπή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vetëtimë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αστραπή οι αστραπές
γενική της αστραπής των αστραπών
αιτιατική την αστραπή τις αστραπές
κλητική αστραπή αστραπές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *